αδιαμάχητος
Смотреть что такое "αδιαμάχητος" в других словарях:
αδιαμάχητος — η, ο αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος: Πολυτελής διαβίωση είναι αδιαμάχητη απόδειξη ευπορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)